- οινολογία
- [инологиа] ουσ. θ. виноделие (наука),
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
οινολογία — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις μεθόδους παραγωγής, βελτίωσης και διατήρησης των κρασιών. Από το ένα μέρος πραγματεύεται τις φροντίδες που πρέπει να καταβάλλονται προς την πρώτη ύλη, το σταφύλι, κατά τις διαδοχικές φάσεις της ωρίμασης και του … Dictionary of Greek
οινολογία — η η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη της παραγωγής κρασιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
αποθείωση — Διαδικασία με την οποία ελαττώνεται ή αφαιρείται το θείο ή θειούχες ενώσεις από διάφορες ουσίες. Η α. έχει ιδιαίτερη σημασία στη μεταλλουργία, στην οινολογία και στη διύλιση των πετρελαίων. Στην πρώτη περίπτωση επιδιώκεται αφαίρεση του θείου από… … Dictionary of Greek
οινολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οινολογία ή στον οινολόγο («οινολογικό εργαστήριο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ο. Α. Ρουσόπουλο] … Dictionary of Greek
οινολόγος — ο, η ειδικός χημικός επιστήμονας ή εμπειροτέχνης που ασχολείται με την οινολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. oenologiste (< οἶνος + λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
οινολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οινολογία ή τον οινολόγο: Οινολογικό εργαστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σινολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη οινολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)